πιθαράς

πιθαράς
ο
πληθ. πιθαράδες, ο κατασκευαστής πιθαριών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιθαράς — ο, Ν [πιθάρι] ο κατασκευαστής πίθων, πιθοποιός …   Dictionary of Greek

  • πιθαράδικο — το, Ν εργαστήριο κατασκευής πιθαριών ή κατάστημα όπου πωλούνται πιθάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιθαραδ τού πληθ. πιθαράδες τού πιθαράς + κατάλ. ικο (πρβλ. βενζιν άδικο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”